ιντερμέδιο

ιντερμέδιο
το
το ιντερμέτζο*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιντερμέδιο — ιντερμέδιο, το και ιντερμέτζο, το (λ. ιταλ.), εμβόλιμο αυτοτελές κομμάτι ανάμεσα στις πράξεις κάποιου δράματος: Η Ερωφίλη έχει τέσσερα ιντερμέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο — (ιταλ. intermezzo). Αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν εμβόλιμα χορικά άσματα μεταξύ των επεισοδίων του έργου, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον… …   Dictionary of Greek

  • ιντερμέτζο — και ιντερμέδιο, το εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις τού κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο τής κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • σαϊνέτα — η, Ν σύντομο μονόπρακτο θεατρικό και μουσικό έργο, το οποίο άνθησε κατά τον 18ο αιώνα, παιζόταν ως ιντερμέδιο άλλων θεατρικών παραστάσεων και είχε χαρακτήρα ειρωνικό ή σατιρικό με ήρωες απλούς ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. sainete «μικρό κομμάτι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • διάμεσο — το 1. το κενό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράγματα ή ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο πράξεις, ιντερμέδιο. 2. το μέντιουμ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”